Συνέβη προχθές στο δεξί πεζοδρόμιο του κατερχόμενου της λεωφόρου Κηφισίας, λίγο πριν από την Πλατεία της Κηφισιάς, στο σημείο που λείπουν τα μαρμάρινα κολονάκια που εμποδίζουν τα τετράτροχα να καταλάβουν τα πεζοδρόμια.
Μαύρο τζιπ τεραστίων διαστάσεων που οδηγεί νεαρά κυρία καβαλάει το ρείθρο και παρκάρει κάθετα στο πεζοδρόμιο μπλοκάροντας με τον όγκο του τελείως τη διέλευση των πεζών. Από το βάρβαρο μαύρο όχημα κατέρχεται η κυρία, βροντά με χαριτωμένη κίνηση την πόρτα του οχήματος πίσω της, στο ένα χέρι κρατά τα κλειδιά της που κρέμονται από κρίκο στολισμένο με ένα πολύχρωμο πλαστικό αρκούδι ή κάτι παρόμοιο, στο άλλο χέρι το απαραίτητο κινητό τηλέφωνο και κατευθύνεται στο πλησίον κατάστημα γυναικείων υποδημάτων μάλλον για να σκοτώσει την ώρα της. Την ίδια στιγμή, μια άλλη νεαρή κυρία, προφανώς μητέρα, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με ένα μωρό βαδίζει πάνω στο πεζοδρόμιο ερχόμενη από την πλατεία της Κηφισιάς, σταματάει μπροστά στο παρκαρισμένο όχημα που της κλείνει τελείως τη διέλευση και αναγκάζεται να τολμήσει κάθοδο στην άσφαλτο της συνωστισμένης λεωφόρου για να συνεχίσει το δρόμο της. Ευτυχώς ο πρώτος οδηγός που κατέβαινε εκείνη τη στιγμή δεν ανήκε στην ίδια συνομοταξία με την οδηγό του τζιπ και σταματά αμέσως κάνοντας νόημα στη διερχόμενη μαμά να περάσει. Τότε, ακριβώς πίσω από τον ευγενή οδηγό ο εποχούμενος που ακολουθεί βγάζει ένα κατακόκκινο από θυμό πρόσωπο έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου του και ουρλιάζει στον μπροστινό που σταμάτησε «Προχώρα ρε μαλάκα . . . . . .» !
Μαύρο τζιπ τεραστίων διαστάσεων που οδηγεί νεαρά κυρία καβαλάει το ρείθρο και παρκάρει κάθετα στο πεζοδρόμιο μπλοκάροντας με τον όγκο του τελείως τη διέλευση των πεζών. Από το βάρβαρο μαύρο όχημα κατέρχεται η κυρία, βροντά με χαριτωμένη κίνηση την πόρτα του οχήματος πίσω της, στο ένα χέρι κρατά τα κλειδιά της που κρέμονται από κρίκο στολισμένο με ένα πολύχρωμο πλαστικό αρκούδι ή κάτι παρόμοιο, στο άλλο χέρι το απαραίτητο κινητό τηλέφωνο και κατευθύνεται στο πλησίον κατάστημα γυναικείων υποδημάτων μάλλον για να σκοτώσει την ώρα της. Την ίδια στιγμή, μια άλλη νεαρή κυρία, προφανώς μητέρα, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με ένα μωρό βαδίζει πάνω στο πεζοδρόμιο ερχόμενη από την πλατεία της Κηφισιάς, σταματάει μπροστά στο παρκαρισμένο όχημα που της κλείνει τελείως τη διέλευση και αναγκάζεται να τολμήσει κάθοδο στην άσφαλτο της συνωστισμένης λεωφόρου για να συνεχίσει το δρόμο της. Ευτυχώς ο πρώτος οδηγός που κατέβαινε εκείνη τη στιγμή δεν ανήκε στην ίδια συνομοταξία με την οδηγό του τζιπ και σταματά αμέσως κάνοντας νόημα στη διερχόμενη μαμά να περάσει. Τότε, ακριβώς πίσω από τον ευγενή οδηγό ο εποχούμενος που ακολουθεί βγάζει ένα κατακόκκινο από θυμό πρόσωπο έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου του και ουρλιάζει στον μπροστινό που σταμάτησε «Προχώρα ρε μαλάκα . . . . . .» !
Η σκηνή, πέρα για πέρα αληθινή, είναι μόνο ένα μικρό ενσταντανέ της σημερινής Ελλάδας και της νεοελληνικής κοινωνίας. Μιας Ελλάδας που η πλειοψηφία των κατοίκων της ομαδικά απειθαρχεί, συμπεριφέρεται με αγένεια και περιφρονεί τον πλησίον, ενδιαφέρεται μόνο για το στενό και άμεσο συμφέρον της και αδιαφορεί για κάθε μορφής οργάνωση και νοικοκυριό στην κοινωνία. Οι λιγότεροι που προσπαθούν να φέρονται διαφορετικά συνήθως χάνονται μέσα στη θάλασσα της καθημερινής βαρβαρότητας.
Αυτή την Ελλάδα καλούνται να κυβερνούν, να βελτιώνουν και να εξυπηρετούν οι πολιτικοί και από αυτήν την Ελλάδα εκλέγονται.
Λεπτομέρεια: ο οδηγός που έβριζε τον άλλον που σταμάτησε για να περάσει η μητέρα με το καροτσάκι, συμπτωματικά οδηγούσε επίσης αυτοκίνητο τζιπ, αλλά το δικό του ήταν λίγο μικρότερο χρώματος γκρι.
Λεπτομέρεια: ο οδηγός που έβριζε τον άλλον που σταμάτησε για να περάσει η μητέρα με το καροτσάκι, συμπτωματικά οδηγούσε επίσης αυτοκίνητο τζιπ, αλλά το δικό του ήταν λίγο μικρότερο χρώματος γκρι.
0 Responses to “Νεοελληνικές Εικόνες (Ι)”