Ο Σύλλογος των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας στις 29 Ιουνίου 2006 κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά εναντίον της διοίκησης της ΕΤΕ για το θέμα της εξαγοράς από την Εθνική της τουρκικής τράπεζας Finansbank. Οι συνδικαλιστές ισχυρίζονται ότι
«δεν θα προχωρούσε η εξαγορά της FINANSBANK στην περίπτωση που οι κ.κ. Τάκης Αράπογλου και Ιωάννης Πεχλιβανίδης Διευθύνων Σύμβουλος και αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της Ε.Τ.Ε. αντιστοίχως, ενημέρωναν τους Μετόχους για τους ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους που συντρέχουν και απειλούν με ζημία την περιουσία της Εθνικής Τράπεζας»
και καλούν τη δικαιοσύνη να ερευνήσει την υπόθεση παραθέτοντας στην μηνυτήρια αναφορά τους μια σειρά από στοιχεία.
Δεν μνημονεύεται βέβαια πουθενά η βασική αιτία της σύγκρουσης που δεν είναι ο φόβος των συνδικαλιστών να υποστεί ζημία η τράπεζα, αλλά η αναμενόμενη αλλαγή της μετοχικής σύνθεσης, διότι με την αύξηση κεφαλαίου της Εθνικής που αποφασίσθηκε και είναι σε εξέλιξη, μειώνεται η συμμετοχή των ταμείων του δημόσιου τομέα τα οποία πριν από την αύξηση κατείχαν ποσοστό της τάξης του 21,4% των μετοχών της ΕΤΕ και τώρα αυτό αναμένεται να πέσει στο 15-16%.
Εδώ είναι ο καβγάς. Η μείωση της συμμετοχής του δημόσιου τομέα στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας οδηγεί σταδιακά και ευθέως σε αποδυνάμωση της ισχύος των κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών και της συντεχνίας που εκπροσωπούν. Με την ισχύ αυτή οι υπάλληλοι της Εθνικής και των άλλων τραπεζών που ελέγχονται από το δημόσιο κατάφεραν εδώ και δεκαετίες να εξελιχθούν σε μια υπαλληλική αριστοκρατία των οποίων οι συνολικές αποδοχές σε χρήμα και σε είδος αποτελούν πρόκληση απέναντι σε άλλους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, όταν μάλιστα οι τελευταίοι πολύ συχνά υπερτερούν σε ουσιαστικά και τυπικά προσόντα και σε παραγωγικότητα και ποτέ δεν εξασφάλισαν τη μονιμότητα, σιγουριά και βεβαιότητα εργασίας που απολαμβάνουν οι τραπεζοϋπάλληλοι του δημόσιου τομέα.
Αυτή η κατηγορία των τραπεζικών υπαλλήλων διαμορφώθηκε, από το 1975 και μετά, σε μια από τις πολλές ομάδες πίεσης που αναπτύχθηκαν και ισχυροποιήθηκαν μέσα στην ελληνική κοινωνία και εξακολουθούν να παίζουν ρόλο στην ανορθολογική κατανομή του εθνικού εισοδήματος υπέρ εαυτών και σε βάρος της ανάπτυξης.
Για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία λίγα χρόνια οι νέοι άνθρωποι που μπαίνουν για να εργασθούν στην Εθνική διαθέτουν όρεξη για δουλειά και αυξημένα προσόντα, έχουν αντιληφθεί τις αλλαγές των καιρών, συνεργάζονται με τις διοικήσεις για την ανάπτυξη της τράπεζας και προσφέρουν το έργο τους με ζήλο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών. Μαζί με αυτούς ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της ΕΤΕ αυτή τη φορά φαίνεται ότι θα προχωρήσει σε πείσμα της αντίδρασης της συνδικαλιστικής νομενκλατούρας και ίσως έχει αρχίσει να διαγράφεται ο δρόμος για επιτυχείς επεμβάσεις στο οικοδόμημα που στήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα.
«δεν θα προχωρούσε η εξαγορά της FINANSBANK στην περίπτωση που οι κ.κ. Τάκης Αράπογλου και Ιωάννης Πεχλιβανίδης Διευθύνων Σύμβουλος και αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της Ε.Τ.Ε. αντιστοίχως, ενημέρωναν τους Μετόχους για τους ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους που συντρέχουν και απειλούν με ζημία την περιουσία της Εθνικής Τράπεζας»
και καλούν τη δικαιοσύνη να ερευνήσει την υπόθεση παραθέτοντας στην μηνυτήρια αναφορά τους μια σειρά από στοιχεία.
Δεν μνημονεύεται βέβαια πουθενά η βασική αιτία της σύγκρουσης που δεν είναι ο φόβος των συνδικαλιστών να υποστεί ζημία η τράπεζα, αλλά η αναμενόμενη αλλαγή της μετοχικής σύνθεσης, διότι με την αύξηση κεφαλαίου της Εθνικής που αποφασίσθηκε και είναι σε εξέλιξη, μειώνεται η συμμετοχή των ταμείων του δημόσιου τομέα τα οποία πριν από την αύξηση κατείχαν ποσοστό της τάξης του 21,4% των μετοχών της ΕΤΕ και τώρα αυτό αναμένεται να πέσει στο 15-16%.
Εδώ είναι ο καβγάς. Η μείωση της συμμετοχής του δημόσιου τομέα στο μετοχικό κεφάλαιο της τράπεζας οδηγεί σταδιακά και ευθέως σε αποδυνάμωση της ισχύος των κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών και της συντεχνίας που εκπροσωπούν. Με την ισχύ αυτή οι υπάλληλοι της Εθνικής και των άλλων τραπεζών που ελέγχονται από το δημόσιο κατάφεραν εδώ και δεκαετίες να εξελιχθούν σε μια υπαλληλική αριστοκρατία των οποίων οι συνολικές αποδοχές σε χρήμα και σε είδος αποτελούν πρόκληση απέναντι σε άλλους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, όταν μάλιστα οι τελευταίοι πολύ συχνά υπερτερούν σε ουσιαστικά και τυπικά προσόντα και σε παραγωγικότητα και ποτέ δεν εξασφάλισαν τη μονιμότητα, σιγουριά και βεβαιότητα εργασίας που απολαμβάνουν οι τραπεζοϋπάλληλοι του δημόσιου τομέα.
Αυτή η κατηγορία των τραπεζικών υπαλλήλων διαμορφώθηκε, από το 1975 και μετά, σε μια από τις πολλές ομάδες πίεσης που αναπτύχθηκαν και ισχυροποιήθηκαν μέσα στην ελληνική κοινωνία και εξακολουθούν να παίζουν ρόλο στην ανορθολογική κατανομή του εθνικού εισοδήματος υπέρ εαυτών και σε βάρος της ανάπτυξης.
Για να είμαστε δίκαιοι πρέπει να πούμε ότι τα τελευταία λίγα χρόνια οι νέοι άνθρωποι που μπαίνουν για να εργασθούν στην Εθνική διαθέτουν όρεξη για δουλειά και αυξημένα προσόντα, έχουν αντιληφθεί τις αλλαγές των καιρών, συνεργάζονται με τις διοικήσεις για την ανάπτυξη της τράπεζας και προσφέρουν το έργο τους με ζήλο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών. Μαζί με αυτούς ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της ΕΤΕ αυτή τη φορά φαίνεται ότι θα προχωρήσει σε πείσμα της αντίδρασης της συνδικαλιστικής νομενκλατούρας και ίσως έχει αρχίσει να διαγράφεται ο δρόμος για επιτυχείς επεμβάσεις στο οικοδόμημα που στήθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα.
0 Responses to “Οι Συνδικαλιστές της Εθνικής”